φαρμακώνω

φαρμακώνω
φαρμάκωσα, φαρμακώθηκα, φαρμακωμένος
1. μτβ., δίνω σε κάποιον να πιει φαρμάκι (βλ. λ.), δηλητηριάζω, σκοτώνω με δηλητήριο: Κοίτα μέσα στα σπλάχνα μου, Πλάστη! τα φαρμάκωσα, αλήθεια, η πικρή (Δ. Σολωμός). – Φαρμάκωσε τον άντρα της και ύστερα η ίδια φαρμακώθηκε.
2. κάνω κάποιον να νιώσει πικρή γεύση: Ήπια πικρό καφέ που με φαρμάκωσε.
3. μτφ., προκαλώ πικρία, βαθιά θλίψη, καταπικραίνω κάποιον: Τα λόγια σου με φαρμάκωσαν.
4. αμτβ., τρώω, γεύομαι (αλλά με πολύ κακή όρεξη): Το φαΐ σου είναι έτοιμο και φαρμάκωσε, κακό χρόνο να 'χεις!

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φαρμακώνω — φαρμακώνω, φαρμάκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φαρμακώνω — φαρμακῶ, όω, ΝΑ [φάρμακο(ν] δίνω σε κάποιον φαρμάκι και προκαλώ τον θάνατό του, δηλητηριάζω νεοελλ. 1. ενεργώ ή συντελώ στο να αισθανθεί κάποιος πικρή γεύση («με τον καφέ που μού φτειαξες, μέ φαρμάκωσες») 2. μτφ. επιφέρω σε κάποιον ψυχική πικρία …   Dictionary of Greek

  • φαρμάκωμα — το, Ν [φαρμακώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φαρμακώνω, δηλητηρίαση 2. μτφ. ψυχική πικρία …   Dictionary of Greek

  • αλοχεύω — [αλόχη] πικραίνω, φαρμακώνω «κακιά οπού μ’ αλόχεψες στα φύλλα τής καρδιάς μου» (Δημοτικό) …   Dictionary of Greek

  • δηλητηριάζω — 1. δίνω σε κάποιον δηλητήριο, τόν φαρμακώνω, σκοτώνω κάποιον με φαρμάκι 2. (για φαγώσιμα) προξενώ δηλητηρίαση 3. ποτίζω κάτι με δηλητήριο, ρίχνω σε κάτι δηλητήριο («δηλητηρίασε το κρασί») 4. δηλητηριάζοντας κάτι σιγά σιγά τό φθείρω, τό καταστρέφω …   Dictionary of Greek

  • υποφαρμάσσω — και ὑποφαρμάττω Α ανακατεύω κάτι με φάρμακα ή με αρωματικές ουσίες («Ἑλένην ὑποφαρμάττουσαν τὸ ἄκρατον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φαρμάσσω «χρησιμοποιώ φάρμακα, θεραπεύω ή φαρμακώνω» (< φάρμακον)] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. φαρμακεύγω Ν [φάρμακο(ν)] δίνω σε κάποιον δηλητηριώδες ή μαγικό φαρμακευτικό παρασκεύασμα, δηλητηριάζω, φαρμακώνω αρχ. 1. παρέχω σε κάποιον φάρμακο με σκοπό τη θεραπεία 2. δίνω σε κάποιον καθάρσιο 3. χρησιμοποιώ μαγικές… …   Dictionary of Greek

  • φαρμακώ — (I) άω, Α [φάρμακον] 1. υποφέρω από την κατάποση φαρμάκου, δηλητηρίου 2. χρειάζομαι φάρμακο ή θεραπευτική αγωγή. (II) όω, Α βλ. φαρμακώνω …   Dictionary of Greek

  • δηλητηριάζω — δηλητηρίασα, δηλητηριάστηκα, δηλητηριασμένος 1. δίνω δηλητήριο σε κάποιον, φαρμακώνω: Πρώτα δηλητηρίασε τα παιδιά της και μετά αυτοκτόνησε. 2. μτφ., προκαλώ λύπη, στεναχωρώ κάποιον με τις πράξεις ή τα λόγια μου: Η μάνα δηλητηριάστηκε με τις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”